Θεσσαλος

Θεσσαλος
    Θεσσαλός
    Θεσσᾰλός
    I
    атт. Θεττᾰλός 3
    фессалийский
    

(ἵπποι Soph.; σόφισμα Eur.)

    II
    атт. Θεττᾰλός ὅ фессалиец Pind., Arph., Arst.
    III
    ὅ Тессал или Фессал
    1) сын Геракла Hom., Diod.
    2) сын Гемона, по друг. - Ясона, именем которого якобы названа Фессалия Diod.
    3) потомок Геракла, один из спутников спартанца Дориея, погибший в бою с финикиянами при попытке основать колонии в Сицилии Her.
    4) тж. Гегесистрат, сын Писистрата Thuc., Diod.
    5) сын Кимона Plut.
    6) трагический актер времен Александра Македонского Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Θεσσαλος" в других словарях:

  • Θεσσαλός — shoe masc nom sg Θεσσαλός shoe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέσσαλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλός — ο θηλ. Θεσσαλή, η κάτοικος της Θεσσαλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κινέας ο Θεσσαλός — (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Πολιτικός και ρήτορας. Ήταν σύμβουλος του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου. Παρά τις προσπάθειές του ο Κ. δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τον Πύρρο από την εκστρατεία στην Ιταλία. Τον ακολούθησε ως πολιτικός σύμβουλος σε… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος ο Θεσσαλός — (18ος αι.). Ιερομόναχος του Αγίου Όρους. Καταγόταν από τα Φουρνά των Αγράφων και αναφέρεται ως «ειδήμων λογικών τεχνών και επιστημών» …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλῶν — Θεσσαλός shoe fem gen pl Θεσσαλός shoe masc/neut gen pl Θεσσαλός shoe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλόν — Θεσσαλός shoe masc acc sg Θεσσαλός shoe neut nom/voc/acc sg Θεσσαλός shoe masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωτεσίλαος — Θεσσαλός πρίγκιπας που πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Όταν ο ελληνικός στόλος έφτασε στις ακτές της Τροίας, αψήφησε τον χρησμό και αποβιβάστηκε με θάρρος πρώτος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί αμέσως από τον Έκτορα. Η νεαρή σύζυγός… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλοῖο — Θεσσαλός shoe masc/neut gen sg (epic) Θεσσαλός shoe masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλοῖς — Θεσσαλός shoe masc/neut dat pl Θεσσαλός shoe masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»