Θεσσαλός — shoe masc nom sg Θεσσαλός shoe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέσσαλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… … Dictionary of Greek
Θεσσαλός — ο θηλ. Θεσσαλή, η κάτοικος της Θεσσαλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κινέας ο Θεσσαλός — (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Πολιτικός και ρήτορας. Ήταν σύμβουλος του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου. Παρά τις προσπάθειές του ο Κ. δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τον Πύρρο από την εκστρατεία στην Ιταλία. Τον ακολούθησε ως πολιτικός σύμβουλος σε… … Dictionary of Greek
Κύριλλος ο Θεσσαλός — (18ος αι.). Ιερομόναχος του Αγίου Όρους. Καταγόταν από τα Φουρνά των Αγράφων και αναφέρεται ως «ειδήμων λογικών τεχνών και επιστημών» … Dictionary of Greek
Θεσσαλῶν — Θεσσαλός shoe fem gen pl Θεσσαλός shoe masc/neut gen pl Θεσσαλός shoe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλόν — Θεσσαλός shoe masc acc sg Θεσσαλός shoe neut nom/voc/acc sg Θεσσαλός shoe masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτεσίλαος — Θεσσαλός πρίγκιπας που πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Όταν ο ελληνικός στόλος έφτασε στις ακτές της Τροίας, αψήφησε τον χρησμό και αποβιβάστηκε με θάρρος πρώτος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί αμέσως από τον Έκτορα. Η νεαρή σύζυγός… … Dictionary of Greek
Θεσσαλοῖο — Θεσσαλός shoe masc/neut gen sg (epic) Θεσσαλός shoe masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλοῖς — Θεσσαλός shoe masc/neut dat pl Θεσσαλός shoe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)